πρωκτίτιδα

πρωκτίτιδα
η, Ν
ιατρ. οξεία φλεγμονή τού πρωκτού και τού ορθού, η οποία οφείλεται σε διάφορους ερεθισμούς ή παράσιτα και εμφανίζεται κυρίως σε ομοφυλόφιλους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proctitis (< πρωκτός + -ίτιδα* / ῖτις). Η λ., στον λόγιο τ. πρωκτῖτις, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωκτός — Το εξωτερικό στόμιο του ορθού, από το οποίο αποβάλλονται τα κόπρανα του ανθρώπου και των περισσότερων ζώων. Ο π. αποτελεί έναν αγωγό με μήκος 1½ 2 εκ. που διαστέλεται. Σχηματίζεται μέσα στο οπίσθιο περίνεο, μπροστά από τον κόκκυγα και, στο βάθος …   Dictionary of Greek

  • περιπρωκτίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού περιπρωκτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periproctitis (< περι * + πρωκτίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. περιπτωκτῖτις, μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”